- ταφρωρύχος
- ταφρ-ωρύχος [ῠ], ὁ, ([etym.] ὀρύσσω)A sapper and miner, D.L.4.23.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ταφρωρύχος — sapper and miner masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταφρωρύχος — ο, ΝΜΑ, ταφρορύκτης («καὶ τρίτος ταφρωρύχος Ἀλεξάνδρῳ συνών»,Διογ. Λαέρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τάφρος + ωρύχος (< ὀρύσσω «σκάβω»), πρβλ. μεταλλ ωρύχος. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
Κράτης — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Θηβαίος κυνικός φιλόσοφος (τέλη 5ου – αρχές 4ου αι. π.Χ.). Υπήρξε ο σπουδαιότερος μαθητής του Διογένη του Σινωπέα. Αφού μοίρασε τα υπάρχοντά του στο Κοινό των Βοιωτών, παντρεύτηκε την Ιππαρχία, νέα με… … Dictionary of Greek